ανακατασκευάζω

ανακατασκευάζω
(Α ἀντικατασκευάζω)
κατασκευάζω κάτι για να αντιμετωπίσω αυτό που κατασκεύασε ο αντίπαλος
αρχ.
αντικαθιστώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”